4.1.5 - Παράμετροι συναρτήσεων

Οι συναρτήσεις μπορούν να δεχθούν παραμέτρους (ή ορίσματα). Οι παράμετροι χρησιμοποιούνται για να αυξήσουν τη λειτουργικότητα μίας συνάρτησης αλλάζοντας το τι θα κάνει ανάλογα με τις τιμές των παραμέτρων που δέχθηκε. Για παράδειγμα, αντιγράψτε την συνάρτηση που ακολουθεί στο Thonny και αποθηκεύστε την ως printMyName.

def hello(name): print("Hello " + name)

μετά την εκτέλεση του κώδικα (πατήστε το κουμπί play) και στην περιοχή εντολών γράψτε:

>>> hello("Bob")
>>> hello("Alice")

Στον ορισμό της η συνάρτηση hello() περιλαμβάνει μία παράμετρο με όνομα name.   Η παράμετρος είναι μία μεταβλητή που μέσα της τοποθετείται μία τιμή κατά την κλήση της συνάρτησης. Την πρώτη φορά που καλέσαμε τη συνάρτηση hello() είχε τιμή παραμέτρου την τιμή 'Bob'. Η εκτέλεση του προγράμματος φτάνει στη συνάρτηση και η μεταβλητή name παίρνει την τιμή 'Bob', και αυτό είναι που εμφανίζεται με την εντολή print().

Κάτι σημαντικό που πρέπει να επισημάνουμε σχετικά με τις παραμέτρους είναι ότι οι τιμές που πήραν χάνονται μετά το τέλος εκτέλεσης της συνάρτησης. Για παράδειγμα, αν προσθέσουμε την εντολή print(name) μετά το hello('Alice') στο προηγούμενο πρόγραμμα, το πρόγραμμα θα βγάλει ένα μήνυμα λάθους γιατί δεν υπάρχει σε αυτό μεταβλητή με όνομα name. Αυτή η μεταβλητή διαγράφηκε με το που τελείωσε η κλήση και εκτέλεση της συνάρτησης με την εντολή hello('Alice'), έτσι η print(name) αναφέρεται σε μία μεταβλητή που δεν υπάρχει. 

Είναι το παρόμοιο με το ότι οι μεταβλητές ενός προγράμματος διαγράφονται μόλις το πρόγραμμα τερματίσει τη λειτουργία του.