Όπως έχουμε ήδη αναφέρει στην ενότητα 1 (1.5. Μεταγωγή) τρεις είναι οι κατηγορίες μεταγωγών. Ανάλογα με αυτές, τα δίκτυα με βάση τις τεχνικές πρόσβασης διακρίνονται σε:

  • Δίκτυα μεταγωγής κυκλώματος (circuit switching networks). Στα δίκτυα αυτά, η μετάδοση των πακέτων είναι εφικτή μόνο μετά την εγκατάσταση[1] μιας φυσικής ζεύξης (κυκλώματος) μεταξύ δύο κόμβων.
  • Δίκτυα μεταγωγής μηνύματος (message switching networks). Στα δίκτυα αυτά χρησιμοποιείται μια τεχνική κατά την οποία, ο πομπός οργανώνει την πληροφορία που θέλει να στείλει στο δέκτη, σε μήνυμα (message) που περιέχει τη διεύθυνση του παραλήπτη. Στη συνέχεια το μήνυμα «παραδίδεται στο δίκτυο», το οποίο αναλαμβάνει (δρομολογεί) την αποστολή του στον αποδέκτη[2].


Εικόνα 2.10. Δίκτυο μεταγωγής κυκλώματος (γραφιστική απεικόνιση)


Εικόνα 2.11. Δίκτυο μεταγωγής μηνύματος (γραφιστική απεικόνιση)

·         Δίκτυα μεταγωγής πακέτου (packet switching networks). Στα δίκτυα αυτά, δεδομένα διακινούνται με τη δομή των πακέτων δεδομένων. Τα διακινούμενα πακέτα δεδομένων, έχουν ένα άνω όριο όσον αφορά το μέγεθός τους, το οποίο κυμαίνεται από τα 128 bytes έως το 1 kbyte[3]. Όπως επίσης έχουμε αναφέρει στην ενότητα 1 δύο τεχνικές μεταγωγής πακέτων χρησιμοποιούνται. Η τεχνική νοητού κυκλώματος και η τεχνική του λεγόμενου αυτοδύναμου πακέτου.



[1] Αυτή η εγκατάσταση πραγματοποιείται όπως ακριβώς και στο τηλεφωνικό δίκτυο. Όταν ένας υπολογιστής ζητά να επικοινωνήσει με κάποιο άλλο, η αίτηση αυτή προωθείται τμηματικά από κόμβο σε κόμβο μέχρι να φτάσει στο δέκτη. Αν ο δέκτης αποδέχεται να επικοινωνήσει με τον πομπό, απαντά θετικά στην πρόσκληση, οπότε και δημιουργείται μια αποκλειστική φυσική ζεύξη ανάμεσα στους δύο υπολογιστές για όλη τη διάρκεια της επικοινωνίας τους. Η μετάδοση των δεδομένων από τον πομπό προς το δέκτη είναι διαφανής (transparent), υπό την έννοια ότι τα δεδομένα δεν υποβάλλονται σε καμία επεξεργασία κατά τη διέλευσή τους από το δίκτυο. Όσον αφορά τη ζεύξη που δημιουργείται ανάμεσα στο δέκτη και στον πομπό, αυτή παραμένει ενεργή για όλο το χρονικό διάστημα επικοινωνίας των κόμβων, ακόμη και αν αυτοί σε κάποιες χρονικές στιγμές, δεν ανταλλάσσουν δεδομένα. Αυτή η φυσική σύνδεση ανάμεσα στους δύο σταθμούς καταργείται μετά το τέλος της επικοινωνίας, και μετά από αίτηση που υποβάλλει ο ένας από τους δύο σταθμούς.

[2] Σε αυτή την περίπτωση, το δίκτυο δεν εγκαθιστά ένα φυσικό κανάλι μεταξύ αποστολέα και παραλήπτη, αλλά η αποστολή του μηνύματος γίνεται με τον ακόλουθο τρόπο: Το μήνυμα αποστέλλεται από τον πομπό στο δέκτη περνώντας από έναν ή περισσότερους ενδιάμεσους κόμβους.  Κάθε κόμβος λαμβάνει ολόκληρο το μήνυμα, το αποθηκεύει, και μόλις βρει την κατάλληλη ευκαιρία, το αποστέλλει στον αμέσως επόμενο κόμβο που θεωρεί ότι είναι η καλύτερη επιλογή για να φτάσει αυτό σύντομα και με ασφάλεια στον προορισμό του.  Η τεχνική αυτή λόγω του ότι κάθε μήνυμα αρχικά αποθηκεύεται σε ένα κόμβο και στη συνέχεια προωθείται στον επόμενο, ονομάζεται τεχνική αποθήκευσης και προώθησης (store and forward). Ο τρόπος με τον οποίο η πληροφορία προωθείται στον προορισμό της, προϋποθέτει κόμβους με αυξημένες δυνατότητες αποθήκευσης, καθώς θα πρέπει να αποθηκευτούν όλα τα μηνύματα που λαμβάνουν από γειτονικούς κόμβους, μέχρι να βρουν την κατάλληλη ευκαιρία να τα προωθήσουν.

[3] Το κάθε πακέτο περιέχει εκτός από τα δεδομένα του, και ειδικές πληροφορίες ελέγχου, οι οποίες επιτρέπουν τη σωστή δρομολόγηση του πακέτου μέσα στο δίκτυο. H μεταφορά των πακέτων από τον αποστολέα στον παραλήπτη, γίνεται με την τεχνική αποθήκευσης και προώθησης των πακέτων (store and forward), σύμφωνα με την οποία, τα πακέτα αποθηκεύονται προσωρινά σε ενδιάμεσους κόμβους του δικτύου, και στη συνέχεια προωθούνται σε επόμενο κόμβο, μέχρι τελικά να φτάσουν στον υπολογιστή παραλήπτη.