Τα πρώτα δίκτυα υπολογιστών[1] χαρακτηρίζονταν από την «κλειστή» αρχιτεκτονική τους με την έννοια ότι αυτή ήταν γνωστή[2] μόνο στην εταιρεία που την είχε σχεδιάσει. Με τον τρόπο αυτό οι χρήστες αναγκάζονταν να προμηθεύονται προϊόντα και υπολογιστές της συγκεκριμένης εταιρίας, προκειμένου να μπορέσουν να τα συνδέσουν σε δίκτυο. Προφανώς καθώς η ανάγκη δικτύωσης συστημάτων διαφορετικών κατασκευαστών διαρκώς αυξάνονταν και μάλιστα με επιταχυνόμενους ρυθμούς κατέστη αναγκαία η δημιουργία προτύπων ώστε να εξασφαλιστεί η δικτύωση μεταξύ συστημάτων διαφορετικών κατασκευαστών.

Το 1977 ο Διεθνής Οργανισμός Τυποποίησης I.S.O. ανέπτυξε ένα Πρότυπο Διασύνδεσης Ανοικτών Συστημάτων OSI (Open System Interconnection), με σκοπό να αποτελέσει ένα γενικό πλαίσιο μέσα στο οποίο θα ορίζονταν οι λεπτομερείς πλέον τυποποιήσεις, για την επίλυση των επιμέρους προβλημάτων που εμφανίζονται στις επικοινωνίες υπολογιστών. Το μοντέλο OSI προσβλέπει στην ανοικτή και ελεύθερη (εξ’ ου και το «open») επικοινωνία μεταξύ συστημάτων βασιζόμενο στην φιλοσοφία της λεγόμενης στρωματοποιημένης αρχιτεκτονικής ή αλλιώς αρχιτεκτονικής των επιπέδων. Το μοντέλο διαχωρίζει τις λειτουργίες που απαιτούνται για την επικοινωνία σε επτά επίπεδα. Σε συμφωνία με τις βασικές αρχές αυτής της στρωματοποιημένης αρχιτεκτονικής, οι λειτουργίες κάθε επιπέδου είναι ανεξάρτητες μεταξύ τους, έτσι ώστε οι αλλαγές σε ένα επίπεδο να μην επηρεάζουν τα υπόλοιπα.

Σε προγενέστερο χρόνο, μια διαφορετική αρχιτεκτονική, αυτή του μοντέλου TCP/IP, βρισκόταν ήδη αρκετό καιρό σε χρήση, παρά το ότι δεν είχε λάβει έγκριση από κάποιον επίσημο οργανισμό τυποποίησης. Καθώς το TCP/IP ήταν το μοντέλο στο οποίο στηρίζονταν η επικοινωνία των υπολογιστών που αποτελούσαν το δίκτυο ARPANET (πρόδρομο του Internet), εύκολα επικράτησε του OSI, το οποίο ήταν και πιο πολύπλοκο στην υλοποίηση. Αποτελεί πάντως «υπόδειγμα» στρωματοποιημένης αρχιτεκτονικής και απαραίτητο υλικό μελέτης για όποιον ασχολείται με τα δίκτυα.



[1] Τα οποία ξεκίνησαν για να καλύψουν πολύ συγκεκριμένες ανάγκες, στρατιωτικές αρχικά.

[2] Ή βιομηχανικά προτυποιημένη.